- Ἀριστήεσσιν
- Ἀρίστευςmasc dat pl (epic)Ἀριστεύςmasc dat pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀριστήεσσιν — ἀριστεύς those who excel in valour masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχονδε — (Α) επίρρ. για ενέδρα, για καρτέρι («οὔτε λόχονδ ἰέναι σὺν ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν τέτληκας θυμῷ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «ενέδρα, καρτέρι» (αιτ. λόχον) + επιρρμ. κατάλ. δε] … Dictionary of Greek